καταψήφιση — η αποδοκιμασία με την ψήφο, μαύρισμα: Θα φάει καταψήφιση στις εκλογές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταψήφιση — η (Α καταψήφισις) [καταψηφίζω] αποδοκιμασία με ψήφο, αρνητική ψήφος, απόρριψη αρχ. καταδίκη … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
καταψηφισμός — ο (Α καταψηφισμός) [καταψηφίζω] καταψήφιση … Dictionary of Greek
μάχη — Σύγκρουση στρατιωτικών τμημάτων· αγώνας για την επίτευξη συγκεκριμένων τακτικών ή και στρατηγικών σκοπών. Οι μ. διακρίνονται σε αμυντικές, επιθετικές, εκ συναντήσεως, σε ανοιχτό πεδίο κ.ά. Αμυντική είναι η μ. όταν ο ένας από τους δύο… … Dictionary of Greek
μαύρισμα — ατος, το [μαυρίζω] 1. το να γίνεται κανείς μαύρος ή να καθιστά κάτι μαύρο 2. μτφ. αρνητική ψήφος υποψηφίου σε εκλογές, καταψήφιση («έφαγε μεγάλο μαύρισμα στις εκλογές») … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
μαύρισμα — το 1. το να γίνει κανείς μαύρος: Σου πάει πολύ το μαύρισμα! 2. μτφ., καταψήφιση στις εκλογές: Έπεσε μαύρισμα στις προηγούμενες εκλογές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)